μεγαλοστένακτος

μεγαλοστένακτος
μεγᾰλο-στένακτος, ον,
A gloss on ἀγάστονος, EM8.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοστένακτος — μεγαλοστένακτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο στενάζει κάποιος πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στενακτος (< στενάζω), πρβλ. πολυ στένακτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοστένακτον — μεγαλοστένακτος masc/fem acc sg μεγαλοστένακτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”